Κάποτε στην Τέμενη….
Είχαν σχεδόν όλοι ένα κρασάμπελο για το κρασί τους. Ποικιλίες κυρίως Ροδίτη, Λαγόρθι, Μαυρούδι κ.ά. Έτσι κι εμείς είχαμε το δικό μας και τέτοια εποχή τρυγούσαν οι δικοί μας. Έβαζαν τα σταφύλια στα κοφίνια (γαλίκια), και με το γαϊδούρι και το άλογο τα μετέφεραν στο σπίτι.
Πίσω από το σπίτι τους οι Τεμεναίοι είχαν μια τσιμεντένια στέρνα, συνήθως 2×2 ή 2×3, που την έλεγαν λινό. Μπροστά είχε μια κάνουλα και από κάτω ένα στρογγυλό άνοιγμα να χωράει ένα καζάνι (λεβέτι).
Πάνω στο λινό έβαζαν το πατητήρι που ήταν ξύλινο και είχε τέσσερα ξύλα να προεξέχουν για να στηρίζεται στο λινό.
Εκεί έριχναν τα σταφύλια τους, τουλάχιστον 4-5 ποικιλίες. Εκεί έριχναν τα σταφύλια και ο παππούς μου με τον πατέρα μου, σήκωναν τα παντελόνια (σορτς δεν είχαν), και άρχιζαν να πατάνε τα σταφύλια. Τότε ο μούστος έρεε στο λινό και γέμιζε το καζάνι όπου το έπαιρναν (κλείνοντας την κάνουλα), το έριχναν στα δρύινα βαρέλια όπου είχαν τοποθετήσει ένα σουρωτήρι με αραιές τρύπες. Έτσι που τους έβλεπες νόμιζες ότι χόρευαν έναν πανάρχαιο Διονυσιακό χορό.
Εμείς τα παιδιά τρέχαμε γύρω γύρω, σαν τα τρελλά πουλιά, ζαλισμένα από την αλκοόλη που είχε κατακλύσει τον αέρα… το κρασί φυσικά δεν μας ενδιέφερε αλλά ξέραμε ότι ακολουθούν ατελείωτα πιάτα υπέροχης μουσταλευριάς καθώς και πετιμέζι. Η μητέρα με τη γιαγιά, ακούραστες και υπέροχες και οι δύο έφτιαχναν τεράστιες κατσαρόλες μουσταλευριά με καρύδια από πάνω, δεν υπήρχε πιο νόστιμη… ακόμα αναζητώ τη γεύση…
Πιο πέρα σ ένα τεράστιο καζάνι έβραζε ο μούστος για το πετιμέζι, πάνω στην πυροστιά και από κάτω φωτιά με ξύλα… Το πετιμέζι έμπαινε σε μπουκάλες “πεντακοσάρες” και όλο το χρόνο τρώγαμε στο ψωμί, στις λουκουμάδες, στα τηγανόψωμα, στο κέικ, στις πίτες…
Σ αυτή τη δουλειά συμμετείχαν και οι γειτόνοι, έτσι γίνονταν κάποτε, ο ένας βοηθούσε τον άλλον…
Το κρασί δεν το πουλούσαν το είχαν για το σπίτι και τους εργάτες που έσκαβαν στα χτήματα, πριν τα τρακτέρ, και το κρασί βοηθούσε να αντέξουν τη σκληρή δουλειά..
Μετά όταν τελείωναν ερχότανε ο Λάγαρης με ένα μηχάνημα την Στρίβλα όπου έριχναν τα τσάμπουρα και ότι έμενε στο σουρωτήρι και τα έστειβαν ακόμα λίγο. Μετά έπαιρνε ότι έμενε, νομίζω ότι θα το έκανε τσίπουρο. Επίσης ό,τι λίγο έμενε το ρίχναμε στις γλάστρες σαν λίπασμα…
Όταν είχα τα παιδιά μου μικρά, τα πήγαινα στα Μεσόγεια να δουν τα πατητήρια και να πάρουμε μουστο αλλά μάλλον για μένα το έκανα για να θυμάμαι… Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θεός ευλόγησε τον οίνον…
Στην φωτογραφία του 1950 είναι ο θείος μου Αλέξης Γ. Φιλιππόπουλος, έξω από το σπίτι του στην Τέμενη…
Τι σου κάνει μια φωτογραφία, σου φέρνει θύμισες παλιές και λέω πόσο ευλογημένη είμαι, που έζησα τόσο όμορφα παιδικά χρόνια. Σ ένα σπίτι όπου δεν μάλωναν ποτέ, μόνο γέλια και τραγούδια ακούγονταν…